dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
μόνιμος κατασκηνωτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Dauercamper
Ⓦ
Ⓖ
…