dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
μπεκιάρισσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Junggeselle
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μπεκιάρισσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Junggesellin
Ⓦ
Ⓖ
…