dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
μπαμπακένιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aus Baumwolle
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μπαμπακένιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
baumwollen
Ⓦ
Ⓖ
…