dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
μπαγιατεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
altbacken werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μπαγιατεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schal werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μπαγιατεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verderben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μπαγιατεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vergammeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μπαγιατεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abstehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μπαγιατεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
veralten
Ⓦ
Ⓖ
…