dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μουστάρδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Senf
Ⓦ
Ⓖ
…
μουστάρδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Mostrich
Ⓦ
Ⓖ
…