dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
μουσικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
musikalisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
μουσικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Musiker
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
μουσικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Musikant
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μουσικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Musikerin
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)