dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
μονοκατοικία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Einfamilienhaus
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μονοκατοικία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…