dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μισθοφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Söldner
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
μισθοφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Scherge
Ⓦ
Ⓖ
…