dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
μηχανικός αυτοκινήτου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
KFZ-Mechaniker
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
μηχανικός αυτοκινήτου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kraftfahrzeug-Mechaniker
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
μηχανικός αυτοκινήτου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kfz-Mechaniker
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μηχανικός αυτοκινήτου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
KFZ-Mechanikerin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μηχανικός αυτοκινήτου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kfz-Mechanikerin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μηχανικός αυτοκινήτου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kraftfahrzeug-Mechanikerin
Ⓦ
Ⓖ
…