dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
μηνιαίος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
monatlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
μηνιαίος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
monatliche
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μηνιαίος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Monats-
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)