dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μετασχηματιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Transformator
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
μετασχηματιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verarbeiter
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)