dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μεταπείθω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umstimmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μεταπείθω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abraten
Ⓦ
Ⓖ
…