dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μετέρχομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anwenden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μετέρχομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausüben
Ⓦ
Ⓖ
…