dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
μεσημέρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mittag
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
μεσημέρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mittagszeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)