dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
μεροληπτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einseitig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μεροληπτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abschlägig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μεροληπτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nicht neutral
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μεροληπτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
parteiisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μεροληπτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
parteilich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μεροληπτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verzerrt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μεροληπτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
diskriminierend
Ⓦ
Ⓖ
…