dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μεραρχία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Abteilung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μεραρχία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Division
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)