dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
μελανηφορώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in Trauer stürzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μελανηφορώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich schwarz kleiden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μελανηφορώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Trauer tragen
Ⓦ
Ⓖ
…