dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
μεθοδικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Planmäßigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μεθοδικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Methodik
Ⓦ
Ⓖ
…