dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
μεγαλομανία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gigantomanie
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μεγαλομανία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Größenwahn
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μεγαλομανία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Großmannssucht
Ⓦ
Ⓖ
…