dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
μαυρίλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
blaue Fleck
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μαυρίλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schwärze
Ⓦ
Ⓖ
…