dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
μαρκάρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Markierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μαρκάρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Deckung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μαρκάρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Überwachung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)