dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
μανιώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besessen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
μανιώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fanatiker
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
μανιώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fanatisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
μανιώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
versessen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)