dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
μακροχρόνια άνεργος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Langzeitarbeitslose
Ⓦ
Ⓖ
…