dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
μαθητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schüler
Ⓦ
Ⓖ
…
μαθητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schulkind
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)