dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
μαθηματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mathematiker
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
μαθηματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mathematisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μαθηματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mathematikerin
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)