dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
μίζα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anlasser
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
μίζα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Belohnung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μίζα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Einsatz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
μίζα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schmiergeld
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μίζα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zündschloss
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μίζα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zündung
Ⓦ
Ⓖ
…