dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
μάστιγα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Geißel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μάστιγα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Peitsche
Ⓦ
Ⓖ
…