dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
λύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
losmachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich erledigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich lösen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lösen sich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)