dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
λοιμώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
infektiös
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λοιμώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ansteckend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λοιμώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Infektions-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λοιμώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
virulent
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)