dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
λογοτέχνης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
literarische Beruf
Ⓦ
Ⓖ
…
λογοτέχνης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
literarischer Beruf
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
λογοτέχνης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schriftsteller
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λογοτέχνης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Autor
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λογοτέχνης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verfasser
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λογοτέχνης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Literat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λογοτέχνης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Urheber
Ⓦ
Ⓖ
…