dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
λογομαχώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eine Auseinandersetzung haben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λογομαχώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
disputieren
Ⓦ
Ⓖ
…