dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
λογοδοτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Rechenschaft ablegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λογοδοτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verantworten
Ⓦ
Ⓖ
…