dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
λογιστική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Buchhaltung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λογιστική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abrechnung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λογιστική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Buchführung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λογιστική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Logistik
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)