dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
λιποθυμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einen Kollaps erleiden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
λιποθυμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ohnmächtig werden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
λιποθυμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenbrechen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
λιποθυμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kollabieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λιποθυμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bewusstlos werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λιποθυμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die Besinnung verlieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λιποθυμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in Ohnmacht fallen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λιποθυμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Umfallen
Ⓦ
Ⓖ
…