dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
λινέλαιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Leinöl
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
λινέλαιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Linoleum
Ⓦ
Ⓖ
…