dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
λιγουρεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begehren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
λιγουρεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ekel empfinden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
λιγουρεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
scharf sein auf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λιγουρεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sehnen sich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λιγουρεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wild sein auf
Ⓦ
Ⓖ
…