dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
λιγδιάρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schmierig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λιγδιάρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schmierfink
Ⓦ
Ⓖ
…