dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
λιανικώς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einzeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
λιανικώς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
im Kleinen
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
λιανικώς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
im kleinen
Ⓦ
Ⓖ
…