dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
λιάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich sonnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
λιάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sonnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λιάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aalen sich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λιάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich aalen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λιάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sonnen sich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)