dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
λακτίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einen Fußtritt geben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
λακτίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
treten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)