dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
λαθροθήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wilderer
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
λαθροθήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wilddieb
Ⓦ
Ⓖ
…