dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
λαθρεπιβάτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
blinde Passagier
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
λαθρεπιβάτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schwarzfahrer
Ⓦ
Ⓖ
…