dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
λαίμαργος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gefräßig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
λαίμαργος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gierig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
λαίμαργος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unersättlich
Ⓦ
Ⓖ
…