dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
λάμπα εξοικονόμησης ενέργειας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Energiesparlampe
Ⓦ
Ⓖ
…