dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
κωφός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
taub
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
κωφός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gehörlos
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κωφός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwerhörig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)