dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κυματισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Anschwellen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
κυματισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wallung
Ⓦ
Ⓖ
…