dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
κτηματομεσίτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Grundstücksmakler
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
κτηματομεσίτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Makler
Ⓦ
Ⓖ
…