dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
κρύο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erkältung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κρύο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kälte
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)