dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κραυγάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schreien
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)