dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
κρατώ σφιχτά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
festklemmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κρατώ σφιχτά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umklammern
Ⓦ
Ⓖ
…